μάγκανο

μάγκανο
το
1. το μαγκάνι, βλ. μαγκανοπήγαδο. 2. κάθε μηχάνημα που πιέζει κάτι, το πιεστήριο: Έριξαν τις ελιές στο μάγκανο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάγκανο — το βλ. μάγγανο …   Dictionary of Greek

  • Μαγκάνο, Σιλβάνα — (Silvana Mangano, Ρώμη 1930 – Μαδρίτη 1989). Ιταλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στην Ακαδημία Χορού της Ρώμης και από την ηλικία των 16 ετών ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο συνδέοντας στη συνέχεια το όνομά της με το καλλιτεχνικό κίνημα …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κουίν, Άντονι — (Anthony Quinn, Μεξικό 1915 – 2001). Μεξικανός ηθοποιός. Αρρενωπός, με εντυπωσιακό παράστημα, βαριά φωνή και πληθωρική ερμηνεία, συνδέθηκε γρήγορα με ανάλογους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ερμήνευσε σκληρούς, τραχείς και εκρηκτικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Λαουρέντις, Ντίνο — (Dino De Laurentiis, Τόρε 1918 –). Ιταλός παραγωγός κινηματογράφου. Από τους διασημότερους στην πατρίδα του έγινε γνωστός στην διάρκεια της δεκαετίας του 1950 στις συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη Κάρλο Πόντι, λίγο πριν χρεωκοπήσει στην Ιταλία… …   Dictionary of Greek

  • αμαγκάνιστος — η, ο αυτός που δεν κατεργάστηκε στο μάγκανο: Το μπαμπάκι ήταν αμαγκάνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγκάνι — το ιού, και μάγκανο, το χειροκίνητο ή ζωοκίνητο μηχάνημα και χρησιμοποιείται κυρίως για άντληση νερού ή για να ανυψώνονται βάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”